κάλλιστος

κάλλιστος
I
(9ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στο Αμόριο της Φρυγίας, όπου αιχμαλωτίστηκε το 838 επί Θεοφίλου, μαζί με τους στρατηγούς Θεόδωρο, Κωνσταντίνο, Θεόφιλο και Βασσώη και άλλους 37 ανώτατους αξιωματικούς. Όλοι τους αρνήθηκαν να εξισλαμιστούν και αποκεφαλίστηκαν στη Βαγδάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Μαρτίου.
II
Όνομα δύο πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως.
1. Κ. A’ (14ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1350-54 και 1355-63). Διετέλεσε μοναχός στη μονή Ιβήρων του Άθω και υπήρξε μαθητής του ησυχαστή Γρηγορίου Παλαμά. Έγραψε 52 ομιλίες, από τις οποίες εκδόθηκε μόνο μία, τον Βίο του Γρηγορίου του Σιναΐτη και Εγκώμιο για τον Ιωάννη τον Νηστευτή. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιουνίου.
3. Κ. B’ (14ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1397). Ήταν μοναχός της μονής Ξανθοπούλου του Αγίου Όρους. Την περίοδο που μόναζε εκεί, τον κάλεσαν να διαδεχθεί τον Αντώνιο Δ’ ως πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο Κ. αρχικά δέχτηκε, αλλά ύστερα από τρεις μήνες επέστρεψε στο μοναστήρι όπου και έγραψε τα Κεφάλαια περί προσευχής.
III
(Callistus ή Callixtus).Όνομα τριών παπών της Ρώμης.
1. Κ. A’ (160; – 223). Πάπας της Ρώμης (217-222). Ήταν πρώην δούλος του αυλικού Καρποφόρου επί αυτοκράτορα Κομμόδου. Πήρε μέρος στις έριδες της εποχής του περί μετανοίας και Αγίας Τριάδας και κρίθηκε αυστηρότατα από τους συγχρόνους του (Τερτυλλιανό, Ιπόλλυτο) για τη μετριοπαθή στάση του σε ορισμένα ζητήματα (ιδίως για την άφεση αμαρτιών σε ορισμένες κατηγορίες αμαρτωλών). Η Δυτ. Καθολική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο.
2. Κ. B’ (; – 1124). Πάπας της Ρώμης (1119-24). Χρημάτισε αρχιεπίσκοπος Βιέννης (1088). Η εκλογή του ως πάπα προκάλεσε έντονες αντιθέσεις στους κόλπους της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Στις 18 Μαρτίου 1123 συγκάλεσε σύνοδο στο Λατερανό, η οποία επικύρωσε το κονκορδάτο της Βορμς (με το οποίο ο αυτοκράτορας Ερρίκος E’ της Γερμανίας αναγνώριζε τα δικαιώματα της Αγίας Έδρας) και ρύθμισε θέματα σχετικά με τη σιμωνία, τον γάμο του κλήρου κ.ά.
3. Κ. Γ’ (1378 – 1458). Πάπας της Ρώμης (1455-58). Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια (Βοργίας), ήταν πολυμαθέστατος και ευσεβής. Μετά την ανάρρησή του στον παπικό θρόνο κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για την οργάνωση σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων, με ελάχιστη όμως απήχηση μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων (εκτός από τους Ούγγρους και τους Αλβανούς). Κατά τη διάρκεια της παποσύνης του αποκαταστάθηκε η Ζαν ντ’ Αρκ.
Ο πάπας της Ρώμης Κάλλιστος Γ’, έργο άγνωστου ζωγράφου (Πινακοθήκη της Σιένα, Ιταλία).
* * *
-η, -ο (AM κάλλιστος, -η, -ον)
(υπερθ. τού καλός) ο άριστος, ο πάρα πολύ καλός.
επίρρ...
κάλλιστα (AM κάλλιστα και καλλίστως)
πολύ καλά, άριστα
αρχ.
φρ. «κάλλιστ' ἀκούω» — έχω πολύ καλή φήμη (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κάλλιστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλιστος — καλός beautiful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλλιστος, Ανδρόνικος — (Κωνσταντινούπολη 1420; – Αγγλία 1476).Λόγιος. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης μετανάστευσε στην Ιταλία. Δίδαξε αρχαία ελληνική φιλολογία στα σπουδαιότερα ιταλικά πανεπιστήμια της εποχής (Μπολόνια, Ρώμη, Φλωρεντία, Μιλάνο), όπου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • Κάλλιστος, Γεώργιος — (Georgius Calixtus, 1586 – 1656). Γερμανός λουθηρανός θεόλογος. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Όταν επέστρεψε στη Γερμανία διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χέλμστατ …   Dictionary of Greek

  • Κάλλιστος, Νικηφόρος — Βλ. λ. Ξανθόπουλος, Νικηφόρος …   Dictionary of Greek

  • Κάλλιστος, Φυντίκης — (; – 1858). Επίσκοπος Κυδωνίας της Κρήτης. Διακρίθηκε για τη δράση του στην Επανάσταση του 1821. Συνεργάστηκε με τους πρωτεργάτες του Αγώνα στην Κρήτη. Ο διοικητής Βελή Εντίν, στις 11 Μαΐου 1858, κάλεσε τον Κ. στο διοικητήριο των Χανίων και τον… …   Dictionary of Greek

  • Καλλίστω — Κάλλιστος masc nom/voc/acc dual Κάλλιστος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίστοιν — Κάλλιστος masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίστοις — Κάλλιστος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίστοισι — Κάλλιστος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”